κοκκινοσκούφης

κοκκινοσκούφης
ο , κοκκινοσκούφα η
1) носящий красную шапку; 2) перен. революционер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κοκκινοσκούφης" в других словарях:

  • κοκκινοσκούφης — ο, θηλ. α 1. αυτός που φορά κόκκινο σκούφο 2. αυτός που διαδηλώνει τις επαναστατικές ιδέες του με συμβολικό κόκκινο κάλυμμα τής κεφαλής 3. μτφ. άνθρωπος επαναστατικών ιδεών, επαναστάτης 4. συν. στον πληθ. οι κοκκινοσκούφηδες άνδρες που ανήκουν… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινοσκούφης — ο θηλ. κοκκινοσκούφα 1. αυτός που φοράει κόκκινο σκουφί. 2. αυτός που διαδηλώνει τις επαναστατικές του ιδέες με κόκκινο κάλυμμα της κεφαλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»